ουλμίδες

ουλμίδες
Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αποκλειστικά θάμνων και δέντρων, που συχνά είναι μεγαλοπρεπή και καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Κυριότερα γένη είναι: ούλμος (πτελέα, φτελιά, καραγάτσι), κελτίδα (μελικοκκιά), αβελικέα ή ζελκόβα· στο τελευταίο αυτό γένος συγχωνεύεται συνήθως και το γένος πλανέρα. Έχουν φύλλα κυρίως τραχιά και ασύμμετρα και άνθη αρρενοθήλεα, ανεμόφιλα, ελάχιστα εντυπωσιακά. Υπάρχουν και περιπτώσεις πολυγαμίας με άρρενα και θήλεα άνθη, όπως επίσης με αρρενοθήλεα πάνω στο ίδιο φυτό. Τα άνθη μπορεί να είναι μοναχικά ή κατά πλάγιες δέσμες και εκπτύσσονται πριν από τα φύλλα· έχουν περιάνθιο μόνιμο, με 3-6 λοβούς, συχνά διαλυμένους, και ισάριθμους στήμονες στερεωμένους στη βάση των λοβών. Οι ο. παρέχουν ξύλο σκληρό, δίχρωμο, με έκδηλες φλεβώσεις, ειδικά ο ούλμος (φτελιά), γι’ αυτό και χρησιμοποιείται και για κατασκευή επίπλων, τροχών, αμαξών, στη ναυπηγική και σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές. Η φτελιά (ούλμος ο ορεινός), δέντρο συχνό στα ορεινά ελληνικά δάση, είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της οικογένειας των Ουλμιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φτελιά — Bλ. λ. Ουλμίδες. * * * η, και φτελιάς και φτελιός, ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού γένους ούλμος, που ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ουλμίδες τής τάξης ουρτικώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • κελτίς — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ουλμίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celtis < λατ. celtis «είδος αφρικανικού λωτού»] …   Dictionary of Greek

  • ουρτικώδη — Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”