- ουλμίδες
- Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αποκλειστικά θάμνων και δέντρων, που συχνά είναι μεγαλοπρεπή και καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Κυριότερα γένη είναι: ούλμος (πτελέα, φτελιά, καραγάτσι), κελτίδα (μελικοκκιά), αβελικέα ή ζελκόβα· στο τελευταίο αυτό γένος συγχωνεύεται συνήθως και το γένος πλανέρα. Έχουν φύλλα κυρίως τραχιά και ασύμμετρα και άνθη αρρενοθήλεα, ανεμόφιλα, ελάχιστα εντυπωσιακά. Υπάρχουν και περιπτώσεις πολυγαμίας με άρρενα και θήλεα άνθη, όπως επίσης με αρρενοθήλεα πάνω στο ίδιο φυτό. Τα άνθη μπορεί να είναι μοναχικά ή κατά πλάγιες δέσμες και εκπτύσσονται πριν από τα φύλλα· έχουν περιάνθιο μόνιμο, με 3-6 λοβούς, συχνά διαλυμένους, και ισάριθμους στήμονες στερεωμένους στη βάση των λοβών.
Οι ο. παρέχουν ξύλο σκληρό, δίχρωμο, με έκδηλες φλεβώσεις, ειδικά ο ούλμος (φτελιά), γι’ αυτό και χρησιμοποιείται και για κατασκευή επίπλων, τροχών, αμαξών, στη ναυπηγική και σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές.
Η φτελιά (ούλμος ο ορεινός), δέντρο συχνό στα ορεινά ελληνικά δάση, είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της οικογένειας των Ουλμιδών.
Dictionary of Greek. 2013.